πρισματοκαύστης

πρισματοκαύστης
πρισ-μᾰτοκαύστης, ου, ,
A slowburning fire of sawdust, Ps.-Democr.Alch.p.52B.:—[suff] πρις-μᾰτόκαυστος, ον, forming such a fire, ἄνθρακες Zos.Alch.p.143B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρισματοκαύστης — ὁ, Α φωτιά που υποβόσκει σε πριονίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖσμα, ατος «πριονίδι» + καύστης (< καίω), πρβλ. νεκρο καύστης] …   Dictionary of Greek

  • πρισματοκαύστην — πρισματοκαύστης slowburning fire of sawdust masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρισματοκαύστου — πρισματόκαυστος slowburning fire of sawdust masc/fem/neut gen sg πρισματοκαύστης slowburning fire of sawdust masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”